- εὐναστήρ
- εὐν-αστήρ, ῆρος, ὁ, (εὐνάζω)A = εὐνητήρ, Lyc. 144:—fem. [full] εὐνάστειρα, metaph., Androm. ap. Gal.14.36.II serving as an anchor,
λίθος Opp.H.3.373
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
λίθος Opp.H.3.373
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευναστήρ — εὐναστήρ, ῆρος, ὁ, θηλ. εὐνάστειρα (Α) 1. ευνητήρ*, σύνευνος, σύζυγος 2. αυτός που χρησιμεύει ως άγκυρα («τρητόν λίθον εὐναστῆρα», Οππ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ευνάζω + κατάλ. τηρ (πρβλ. δοκιμάζω / δοκιμαστήρ, κολάζω / κολαστήρ)] … Dictionary of Greek
εὐναστῆρα — εὐναστήρ serving as an anchor masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εὐναστῆρας — εὐναστήρ serving as an anchor masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ευνέτης — εὐνέτης, ὁ, θηλ. εὐνέτις, ιδος (ΑΜ) [ευνή] ευναστήρ*, σύζυγος («ἐστὲ γὰρ οὐ πειθοῡς εὐνέται, ἀλλὰ βίης», Ανθ. Παλ.) … Dictionary of Greek